- κεδρώνω
- (Α κεδρῶ, -όω) [κέδρος]νεοελλ.αλείφω σχοινί με κεδρία, πισσώνω, κατραμώνωαρχ.ταριχεύω, βαλσαμώνω με κεδρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακέδρωτος — η, ο [κεδρώνω] ο ακατράμωτος* … Dictionary of Greek
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek
κέδρωση — η [κεδρώνω] η επάλειψη με κεδρία, το πίσσωμα, το κατράμωμα … Dictionary of Greek
κεδρώ — κεδρώ, όω (Α) βλ. κεδρώνω … Dictionary of Greek